Η απόφαση του Twitter να απαγορεύσει τις πολιτικές διαφημίσεις και οι αντίστοιχες πιέσεις που ασκούνται προς το Facebook αποτελούν ακόμη μία αντιδραστική στροφή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με πρόσχημα την προστασία από τα fake news. Αυτό που αμφισβητείται είναι η ικανότητα των πολιτών να λαμβάνουν αποφάσεις.
Δύο διευθύνοντες σύμβουλοι κολοσσιαίων επιχειρήσεων κάθισαν τις τελευταίες ημέρες στο «εδώλιο» του αμερικανικού Κογκρέσου, δίνοντας απαντήσεις για πράξεις και παραλείψεις των εταιρειών τους. Ο πρώτος ήταν ο CEO της Boeing, Ντένις Μούλινμπεργκ, η εταιρεία του οποίου ευθύνεται για τον θάνατο περίπου 350 ανθρώπων από κατασκευαστικά λάθη στα αεροσκάφη 737 Max 8.
Ο δεύτερος ήταν ο ιδρυτής του Facebook, Μαρκ Ζούκερμπεργκ, ο οποίος κατηγορείται ότι φιλοξενεί πολιτικές διαφημίσεις στην πλατφόρμα του. Το γιατί η πολιτική και μιντιακή επίθεση στον δεύτερο ήταν πιο ανηλεής σε σχέση με τον πρώτο, είναι ένα ερώτημα που ίσως θα απασχολεί τους πολιτικούς αναλυτές και τους επικοινωνιολόγους του μέλλοντος.
Λάδι στη φωτιά ήρθε να ρίξει τις ίδιες ημέρες ο CEO του Twitter, Τζακ Ντόρσεϊ, ο οποίος ανακοίνωσε την απαγόρευση όλων των πολιτικών διαφημίσεων από τη δική του πλατφόρμα, καταχειροκροτούμενος από τα φιλελεύθερα ΜΜΕ των ΗΠΑ.
Προφανώς η αντιπαράθεση των δύο μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν γίνεται στο όνομα της δημοκρατίας αλλά του κέρδους. Ο CEO του Twitter, γνωρίζοντας ότι η εταιρεία του δεν προσδοκά σημαντικά έσοδα από πολιτικές διαφημίσεις, παρουσίασε την απόφασή του λίγες ώρες πριν ανακοινωθεί η κερδοφορία τριμήνου του Facebook. Με τον τρόπο αυτό συντάχθηκε με τα κυρίαρχα ΜΜΕ και το Δημοκρατικό Κόμμα και άσκησε ισχυρές πιέσεις στη μετοχή του Facebook.
Ισως για πρώτη φορά, όμως, ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ είχε δίκιο όταν έλεγε (για δικούς του λόγους) ότι «σε μια δημοκρατία δεν είναι αρμοδιότητα μιας ιδιωτικής επιχείρησης να λογοκρίνει πολιτικούς και ειδήσεις». Ο ίδιος συμπλήρωσε ότι «η απαγόρευση πολιτικών διαφημίσεων εξυπηρετεί μόνο επίορκους πολιτικούς και οποιονδήποτε θέλουν να προστατεύσουν τα μέσα ενημέρωσης».
Η διαμάχη γίνεται με φόντο την προεκλογική εκστρατεία των ΗΠΑ, καθώς οι Δημοκρατικοί προσπαθούν ακόμη να πείσουν την κοινή γνώμη (και τον εαυτό τους) ότι δεν έχασαν τις προηγούμενες εκλογές γιατί συντάχθηκαν με το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο σε βάρος των φτωχότερων στρωμάτων, αλλά γιατί ο Τραμπ χειραγώγησε το εκλογικό σώμα με τη βοήθεια βρόμικων τεχνικών στο ίντερνετ. Η αποκάλυψη του σκανδάλου του Cambridge Analytica, όπου επιτελείς του Τραμπ χρησιμοποίησαν στοιχεία χρηστών του Facebook για να τους αποστέλλουν προσωποποιημένα πολιτικά μηνύματα, οδήγησε τη συζήτηση σε σημεία παροξυσμού.
Το πρώτο πρόβλημα σε αυτή τη ανάλυση είναι ότι ακόμη και σήμερα οι ερευνητές είναι διχασμένοι για το αν και κατά πόσο οι στοχευμένες πολιτικές διαφημίσεις μπορούν να επηρεάσουν την πρόθεση ψήφου. Μάλιστα έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2017 στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ έδειξε ότι η επιρροή στην επιλογή υποψηφίου είναι σχεδόν μηδενική.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι η συζήτηση μετατοπίστηκε από το περιεχόμενο των μηνυμάτων στη μέθοδο δημοσίευσής τους. To γεγονός παραδείγματος χάριν ότι οι Ρεπουμπλικανοί έστελναν στοχευμένα μηνύματα με πληροφορίες που είχαν από την εσωτερική αλληλογραφία της Χίλαρι Κλίντον δεν σημαίνει ότι οι πληροφορίες ήταν ψευδείς (αν και υπήρξαν και τέτοιες) και πως ένας πολιτικός δεν έπρεπε να τις αποκαλύψει.
Οι υποστηρικτές της απαγόρευσης πολιτικών διαφημίσεων αναφέρουν ότι ένας πολιτικός δεν πρέπει να κερδίζει τις ψήφους του πληρώνοντας για πολιτικά μηνύματα σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς έτσι ενισχύονται οι εύποροι υποψήφιοι. Το επιχείρημα ίσως να είχε βάση σε μια ιδανική, αταξική κοινωνία, όχι όμως στις ΗΠΑ, όπου στις εκλογές του 2016 οι πολιτικοί των δύο κομμάτων δαπάνησαν 6,5 δισεκατομμύρια.
Στην πραγματικότητα η αντιπαράθεση δεν αφορά την αντιμετώπιση των fake news αλλά την επιλογή της αρένας στην οποία οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικανοί θα δώσουν την εκλογική μάχη με μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Οι πρώτοι φαίνεται να προτιμούν τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, ενώ το επιτελείο του Τραμπ στοχεύει σε εναλλακτικές μορφές προπαγάνδας.
Οι επιπτώσεις όμως που θα επιφέρει αυτή η μάχη για την ελευθεροτυπία και το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου μπορεί να είναι καταστροφικές για ολόκληρο τον κόσμο. Με πρόσχημα την αντιμετώπιση των fake news επιβάλλεται στις μεγάλες πλατφόρμες του διαδικτύου μια αποπολιτικοποίηση του περιεχομένου που προβάλλουν – μια κίνηση που είναι από μόνη της βαθύτατα πολιτική.
Ηδη, με μια από τις σημαντικότερες αλλαγές αλγόριθμων που πραγματοποίησε το facebook από τις αρχές του 2018, υποβάθμισε την εμφάνιση κειμένων που περιείχαν αναφορές σε κρίσιμα πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όπως παραδείγματος χάριν το μεταναστευτικό ή η καταστροφή του περιβάλλοντος.
Παραδόξως ορισμένα από τα φιλελεύθερα ΜΜΕ των ΗΠΑ, που σήμερα ζητούν την απαγόρευση πολιτικών διαφημίσεων, ήταν ανάμεσα στα πρώτα θύματα του νέου αλγόριθμου. Ο διευθύνων σύμβουλος των New York Times κατήγγειλε τον Ιούνιο του 2018 ότι το Facebook μπλόκαρε θέματα τα οποία η εφημερίδα ήθελε να προωθήσει με πληρωμένες καταχωρίσεις και αφορούσαν μεγάλα ρεπορτάζ για τη συνάντηση του Τραμπ με τον πρόεδρο της Β. Κορέας, Κιμ Γιονγκ Ουν. Τα πραγματικά θύματα όμως ήταν μικρά ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης με εναλλακτικό περιεχόμενο που είδαν την προσέλευση επισκεπτών από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να μειώνεται έως και κατά 50% σε διάστημα λίγων ωρών.
Στη μάχη των βουβαλιών της πολιτικής ποδοπατώνται οι βάτραχοι της εναλλακτικής ενημέρωσης.
info-war.gr